- ακτινενεργός
- -ή, -όαυτός που ακτινοβολεί ενέργεια: Το ράδιο είναι σώμα ακτινενεργό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτινενεργός — και ακτινεργός, ό Χημ. ο ραδιενεργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + ενεργός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radioactif < radio (< λατ. radius «ακτίνα») + actif «ενεργός» ο όρος πλάστηκε από τους Pierre και Marie Curie] … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek